- πεντεκαιδεκαετηρίς
- πεντε-και-δεκα-ετηρίς, ἡ, Zeitraum von fünfzehn Jahren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πεντεκαιδεκαετηρίς — ίδος, ἡ, ΜΑ (ως ουσ. και ως επίθ.) χρονική περίοδος δεκαπέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + ετηρίς (< έτηρος < ἔτος), πρβλ. πεντα ετηρίς] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκαετηρίδος — πεντεκαιδεκαετηρίς term of fifteen years fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντεκαιδεκαετηρικός — ή, όν, ΜΑ [πεντεκαιδεκαετηρίς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεντεκαιδεκαετηρίδα, ο δεκαπενταετής … Dictionary of Greek